Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Philip Sansom Αναρχικοί Ενάντια στο Στρατό


Ο Philip Sansom - ένας από τους συντάκτες της εφημερίδας War Comentary που κρίθηκε ένοχος για υποκίνηση αντιδράσεων - περιγράφει το ιστορικό της δίκης και δύο άλλα αδικήματα, για τα οποία φυλακίστηκε τρεις φορές το 1945.

Οι στρατιώτες δεν πρέπει να σκέφτονται και αποτελεί ποινικό αδίκημα να τους ενθαρρύνει κανείς να το πράξουν. Οι νόμοι για την ανυποταξία ενάντια στις δυνάμεις προβλέπουν βαριές ποινές για πολίτες που προσεγγίζουν στρατιώτες και τους καλούν να αμφισβητήσουν την τυφλή υπακοή τους στην εξουσία. «Η δουλειά τους δεν είναι να διερωτώνται, αλλά να υπακούν και να πεθαίνουν», όπως το έθεσε ο Tennyson και αυτή είναι και η στάση του στρατού απέναντι στα ίδια του τα θύματα: τους άνδρες που τραβά στις τάξεις του και τους διαμορφώνει ανάλογα με τη θέλησή του.

Εάν και σήμερα η Βρετανία διαθέτει ένα στρατό από «επαγγελματίες», στους τελευταίους δύο μεγάλους πολέμους χρησιμοποίησε κληρωτούς, δηλαδή νέους άνδρες και γυναίκες χωρίς, συνήθως, κανένα ενδιαφέρον να καταταχθούν, αλλά οι οποίοι αποδέχονται τη στράτευση επειδή δε βλέπουν καμία εναλλακτική λύση. Στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρεμπιπτόντως, η Βρετανία επιστράτευσε γυναίκες στις ένοπλες δυνάμεις, ενώ η Γερμανία δεν το έκανε. Οι Ναζί είχαν αυτή την αρσενική σοβινιστική άποψη ότι η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι, να αναπαράγει Άριους για την κυρίαρχη φυλή. Η βρετανική κυβέρνηση, πιο κοντά στην πραγματικότητα, έβαλε ανύπαντρες γυναίκες στο στρατό και δημιούργησε νηπιαγωγεία για τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν τοποθετηθεί σε εργοστάσια.

Αναμφίβολα, πολλά από αυτά τα άτομα πίστευαν ότι θα βοηθούσαν την πατρίδα τους και θα είχαν ενταχθεί οικειοθελώς ούτως ή άλλως. Πολλοί το έκαναν κατά τα πρώτα δύο χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά από το 1916 το Γενικό Αρχηγείο απαίτησε περισσότερους χειριστές κανονιών και ο Lloyd George κάλεσε σε επιστράτευση για πρώτη φορά στη Βρετανία. Ο Neville Chamberlain, κάλεσε σε επιστράτευση και πάλι τον Ιούνιο του 1939 - τρεις μήνες πριν ξεκινήσει στην πραγματικότητα ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Πολλοί από αυτούς τους στρατευμένους προέρχονταν από οικογένειες που είχαν χάσει συγγενείς τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν είχαν βιώσει τίποτα εκτός από κατάθλιψη και ανεργία, ή είχαν επηρεαστεί από αντιπολεμικά και σοσιαλιστικά συναισθήματα που εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στο Εργατικό Κόμμα στα τέλη του 1930. Έτειναν να είναι απρόθυμοι στρατιώτες, αλλά εξίσου απρόθυμοι να αντισταθούν μαζικά. Ο παράλογος εθνικισμός του Χίτλερ, μαζί με την οικονομική και ψυχολογική δοκιμασία της Γερμανίας μετά την ήττα του 1918, που έβαλε τους Γερμανούς στον πυρετό του πολέμου, δεν είχε όμοιό του εδώ. Η επικρατούσα στάση ήταν απλώς να «σταματήσουμε τον Χίτλερ», να «κάνουμε τη δουλειά» και να γυρίσουμε σπίτι. Ούτως ή άλλως, η Βρετανία είχε «κερδίσει» τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ρητορική του Τσόρτσιλ χωρίς καμία αμφιβολία υποκίνησε τον ενθουσιασμό μεταξύ των συντηρητικών κυριών οι οποίες έπλεκαν κουκούλες και μαγείρευαν ''για τη Βρετανία'' και όχι για τους εργαζόμενους που βομβαρδίζονταν στα καταφύγια τη νύχτα και ίδρωναν στα εργοστάσια την ημέρα. Ούτε για τους εαυτούς τους. Πιάστηκαν σαν τα ποντίκια στη φάκα και δεν έβλεπαν καμία εναλλακτική. Οι φωνές της επανάστασης ήταν λίγες και αδύναμες.

Ο μόνος σύμμαχός μας ήταν η αλήθεια, η οποία ήταν δυστυχώς το πρώτο θύμα του πολέμου. Η Βρετανία κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν πολύ κοντά στο να γίνει η ίδια νεοφασιστικό κράτος. Όλοι έπρεπε να έχουν πάνω τους ταυτότητα. Τρόφιμα, ρουχισμός και εμπορεύματα όλων των ειδών υπήρχαν σε αυστηρά ελεγχόμενες ποσότητες και όλοι ήταν ή επιστρατευμένοι ή εργάτες. Υπήρχαν, ωστόσο, σημαντικά πλεονεκτήματα τα οποία θα ήταν άδικο να αγνοήσουμε. Πρώτον, υπήρχε πρόβλεψη για τους αντιρρησίες συνείδησης, την ύπαρξη των οποίων τα φασιστικά κράτη (αλλά και μερικά «δημοκρατικά», όπως η Γαλλία και η Ρωσία) δεν επέτρεπαν. Αυτό βέβαια περιοριζόταν από το νόμο και οι αντιρρησίες συνείδησης έπρεπε να πείσουν τους δικαστές ότι ήταν ειλικρινείς και δεν ήθελαν απλά ''να αποφύγουν το στρατό''. Οι περισσότεροι έπρεπε να δεχθούν να εκτίσουν εναλλακτική υπηρεσία στην πολιτική άμυνα, σε νοσοκομεία, στην πυροσβεστική υπηρεσία και ούτω καθεξής. Σε πολύ λίγους είχε δοθεί άνευ όρων απαλλαγή, αλλά από την άλλη πλευρά, πολλοί ήταν σε θέση να επιβιώσουν σε ένα είδος παρανομίας που θα ήταν πολύ πιο δύσκολο σε ένα πλήρως φασιστικό κράτος.

Επιπλέον - μεγάλο πλεονέκτημα για όσους από εμάς που είμασταν έτοιμοι να κάνουμε ανοιχτή προπαγάνδα - ο «ελεύθερος» λόγος και η «ελεύθερη» έκδοση κειμένων «επιτρεπόταν» σε μεγάλο βαθμό. Τα εισαγωγικά μου δείχνουν ότι οι συνήθεις νόμοι της στάσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης κλπ., καθώς και οι κανονισμοί του πολέμου, κυριαρχούσαν σε όλα αυτά.

Οι λόγοι για αυτό ήταν πολύπλοκοι αλλά σαφείς. Η Βρετανία ήταν μια «δημοκρατία» που πολεμούσε ολοκληρωτικά κράτη. Μετά την εμπλοκή της Αμερικής στον πόλεμο, οι Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ ανακάλυψαν ότι η «ελευθερία» ήταν στόχος του πολέμου. Τόσο στην Αμερική όσο και στη Βρετανία υπήρχε μια παράδοση της ελευθερίας του Τύπου την οποία προασπιζόταν με ζήλο ο καπιταλιστικός Τύπος για τα δικά του συμφέροντα. Είχε έγινε κατανοητό από τις αρχές ότι υπήρχε μια φωνή μειοψηφίας που ήταν αντίθετη στον πόλεμο και είχε σκοπό να δημιουργήσει προβλήματα. Η βρετανική εμπειρία από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δίδαξε στην κυβέρνηση ότι η προσπάθεια να συντρίψει αυτούς τους ανθρώπους θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα. Ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο υπήρχε διαφωνία στο εσωτερικό του συνασπισμού η οποία δεν ήθελε να καταστέλλονται όλες οι μη συντηρητικές ή σοσιαλιστικές απόψεις – οι διαφωνούντες είχαν επιστήσει την προσοχή τους στην ενδεχόμενη μεταπολεμική εκλογή! Πάνω απ 'όλα, δεδομένου ότι οι επαναστατικές δυνάμεις ήταν αρκετά μικρές, εξυπηρετούσε το κράτος πολύ περισσότερο να μας κρατήσει νόμιμους και στην επιφάνεια, όπου θα μπορούσε να μας παρακολουθεί, αντί να μας ωθήσει σε υπόγεια παράνομα κανάλια. Τέλος, η τακτική αυτή ήταν εναρμονισμένη με την προπαγάνδα για δημοκρατία και ελευθερία.

Από ποιους, τελικά, αποτελούταν το αντιπολεμικό κίνημα; Υπήρχαν οι πασιφιστές, κυρίως χριστιανοί - Κουάκεροι, ορισμένοι Μεθοδιστές, κλπ., κυρίως οργανωμένοι, αν όχι εξολοκλήρου, στην ''
Peace Pledge Union'', εκδίδοντας την εφημερίδα ''Peace News'' - με μια μικρότερη, μαχητική, κοινωνική πτέρυγα η οποία αρχικά ονομαζόταν ''The Ginger Group'', η οποία κατά ένα τρόπο προσαρτήθηκε στο αναρχικό κίνημα. (Μια εντελώς ξεχωριστή χριστιανική αίρεση ήταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι ήταν εντελώς αδιάλλακτοι σχετικά με τη στράτευση για τον πόλεμο και πολλοί από τους οποίους πήγαν στη φυλακή). Εκεί, το αναρχικό κίνημα, μικρό αλλά αρκετά σαφές και ενωμένο, με εξαίρεση μερικούς από τους Ισπανούς εξόριστους, οι οποίοι πρόσφατα (το 1939) έφυγαν από την Ισπανία, κρίνοντας ότι η ήττα του Χίτλερ και του Μουσολίνι θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην πτώση του Φράνκο. Οι σύντροφοι αυτοί, με την εμπειρία του αντιφασιστικού αγώνα στην Ισπανία, είχαν πολλά να μας πουν για την Ισπανική Επανάσταση, αλλά δυστυχώς ήταν αδαείς όσον αφορά στην παγκόσμια πολιτική. Ξέραμε ότι οι «δημοκρατίες» θα προτιμούσαν μια φασιστική κατάσταση στην Ισπανία από μια ακόμα επανάσταση, και αποδειχθήκαμε σωστοί.

Υπήρχαν, επίσης, διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα τα οποία ήταν αντίθετα με τον πόλεμο. Το πιο φονταμενταλιστικό (εμείς τους συγκρίναμε με τους Ιεχωβάδες) ήταν το SPGB (Σοσιαλιστικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας). Συγκριτικά ίσοι με τους αναρχικούς σε επιρροή και μαζικότητα, ωστόσο διατήρησαν μια προσεκτική και συνταγματική θέση, η οποία δεν αποτελούσε απειλή για τις αρχές - αλλά σχεδόν όλα τα μέλη του τα οποία εμφανίστηκαν ενώπιον του στρατιωτικού δικαστηρίου πήραν απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία με τη δύναμη της θεμελιώδους αντίθεσης του κόμματος στον πόλεμο. Υπήρχε επίσης το
ILP (Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα) – η αρχή του παραδοσιακού εργατικού αντιπολεμικού κινήματος.

Υπήρχαν οι Τροτσκιστές, διατηρώντας μια ελαφρώς αμήχανη θέση (όπως πάντα), εν όψει της αντιφασιστικής θέσης που συνδέεται με την παραδοσιακή προ Στάλιν, Τρότσκι-λενινιστική-μπολσεβίκικη αντίθεση στον καπιταλιστική πόλεμο, που ενισχύθηκε από το μίσος τους για τον Στάλιν (δολοφόνο του ηγέτη τους) και την απόρριψη της Σοβιετικής Ένωσης ως μια παρηκμασμένη γραφειοκρατική διαφθορά ενός εργατικού κράτους ... που ήταν ακόμη ... ωστόσο ... το πλησιέστερο πράγμα που είχε με μια μαρξιστική-λενινιστική δικτατορία του προλεταριάτου ... κλπ ... κλπ. Οι τροτσκιστές επικεντρώθηκαν στην πάλη της εργατικής τάξης από τα σπίτια τους. Μια αρκετά έγκυρη δραστηριότητα που τους οδήγησε τελικά στην επίθεση από την κυβέρνηση, μετά από χρόνια συκοφαντικής δυσφήμησης και φαύλων επιθέσεων (λεκτικών και σωματικών) από τους κομμουνιστές.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα (σταλινικό, όπως θα το χαρακτηρίζαμε τώρα) άλλαξε τη γραμμή του τρεις φορές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Για τις πρώτες 10 ημέρες, το Σεπτέμβρη του 1939, το ΚΚ υποστήριξε τον πόλεμο, βλέποντάς τον ως τη συνέχιση του αντιφασιστικού αγώνα και καθυστερώντας χαρακτηριστικά να κατανοήσει τις επιπτώσεις της συμφωνίας Χίτλερ-Στάλιν ''για την Ειρήνη και το Σοσιαλισμό'' που είχε συναφθεί τον Αύγουστο. Μετά από 10 ημέρες υποστήριξης του αντιφασιστικού αγώνα, ωστόσο, το βρετανικό ΚΚ πήρε εντολές από τη Μόσχα και αμέσως άλλαξε τη γραμμή της αντιπολίτευσης για τον πόλεμο, χρησιμοποιώντας τώρα ταξικά επιχειρήματα κοινά για την Αριστερά: ότι ήταν ένας καπιταλιστικός-ιμπεριαλιστικός πόλεμος που δεν αφορούσε την εργατική τάξη.

Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα πτυχή σχετικά με τη θεμελιώδη φύση των δημοκρατικών ελευθεριών που, μετά την πτώση της Γαλλίας το 1940 με το επακόλουθο ενδεχόμενο εισβολής, η εφημερίδα
Communist Daily Worker απαγορεύτηκε. Ήταν η μοναδική καθημερινή εφημερίδα της χώρας που είχε αυτή τη μοίρα. Ήταν φυσικά η μοναδική καθημερινή εφημερίδα που αντιτιθόταν στον πόλεμο, κάθε ώρα και στιγμή. Αλλά η αντιπολίτευση δεν κράτησε πολύ, μιας και μόλις ο Χίτλερ εισέβαλε στη Ρωσία, τον Ιούνιο του 1941, το ΚΚ άλλαξε τη γραμμή του για να υποστηρίξει τον πόλεμο για άλλη μια φορά. Αμέσως, έγινε άρση της απαγόρευσης της Daily Worker - ο Στάλιν ήταν τώρα ένας σύμμαχος της δημοκρατίας.

Από εκείνη τη στιγμή, η κυβέρνηση Τσόρτσιλ δεν είχε πιο πιστούς πατριώτες συμμάχους από το ΚΚ, το οποίο ευτυχώς ενώθηκε με τις συντηρητικές κυρίες σε όλες τις προσπάθειές τους για τον πόλεμο και αγωνίστηκε πίσω από τεράστια πορτρέτα των Τσόρτσιλ, Ρούσβελτ, Τσάνγκ Κάι-Τσέκ (αντι-κομμουνιστής, εθνικιστής Κινέζος ηγέτης), Τίτο, ντε Γκολ και πολλών άλλων που είναι χαμένοι στα βάθη του ψυχρού πολέμου και στο ρεβιζιονισμό. Αφού τους δόθηκε εντολή να αλλάξουν τη γραμμή τους, τώρα δήλωναν ότι όποιος ήταν αντίθετος στον πόλεμο ήταν προδότης, φασίστας και ''πράκτορας του Χίτλερ'' και, παρόλο που ήταν σαφώς αδύνατο, αυτοί φώναζαν ασταμάτητα ''Δεύτερο Μέτωπο Τώρα!''

Οι εφημερίδες των μειονοτήτων, η War Commentary (Αναρχική), η Peace News (PPU), η Socialist Standard (SPGB), η Socialist Leader (ILP), κλπ., δεν είχαν τους πόρους να επηρεάσουν την ασφάλεια του κράτους και σε καμία περίπτωση, δεν επιδίωκαν να βοηθήσουν τον εχθρό. Ήμασταν επαναστάτες, όχι προδότες. Επειδή δεν θα πολεμούσαμε για τον Τσόρτσιλ και τη Βρετανική Αυτοκρατορία (τότε η Βρετανία κυβερνούσε ακόμα την Ινδία, την Καραϊβική, την Αφρική, την Ασία...) δεν σημαίνει ότι θέλαμε να κερδίσει ο Χίτλερ. Αυτό που θέλαμε και αυτό που οι αναρχικοί στη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Αμερική, την Ιαπωνία και, στο βαθμό που θα μπορούσαμε να μαντέψουμε ακόμα και στη Ρωσία ήθελαν, ήταν οι άνθρωποι κάθε χώρας να κάνουν μια κοινωνική επανάσταση ενάντια στους ίδιους τους τους κυβερνήτες, να καθιερώσουν μια κοινωνική τάξη στην οποία ο καπιταλισμός, με όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές μορφές βίας από τις οποίες εξαρτάται, να γκρεμιστεί και να αντικατασταθεί από μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία.

Είχαν περάσει άλλωστε μόνο λίγα χρόνια από τότε που είχαμε την Ισπανική Επανάσταση του 1936 να μας εμπνέει και δεν ήταν δύσκολο να δει κανείς τον πόλεμο σαν το θάνατο του καπιταλισμού. Κοιτάζοντας πίσω μόλις 25 χρόνια πριν το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είδαμε μια ιστορία επαναστατικών αναταραχών, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στη Γερμανία και στην Ιταλία, ενώ η Βρετανία το 1920 είχε βιώσει έναν ταξικό πόλεμο και τη Γενική Απεργία και τη δεκαετία του 1930 είδε να συμβαίνει το ίδιο στη Γαλλία, καθώς και την αρχή της Κινέζικης Επανάστασης. Ακόμα και η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία ήταν μια μπάσταρδη μορφή επανάστασης κατά της παλαιάς τάξης. Ο αέρας μύριζε αλλαγή και κατάρρευση.

Εμείς βέβαια δεν ήμασταν οι μόνοι που το βλέπαμε. Οι εξουσιαστές το είδαν ξεκάθαρα και, ως συνήθως, κατάφεραν να ενεργήσουν σύμφωνα με τις γνώσεις τους καλύτερα από την εργατική τάξη. Ακριβώς όπως ο Τσόρτσιλ είχε στα σχέδιά του να κάνει μια συμφωνία με τους Γερμανούς εάν οι Ρώσοι ''προχωρούσαν αρκετά'' στο τέλος του πολέμου, είχε και τα σχέδιά του για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε εν δυνάμει επαναστατικής κατάστασης στη χώρα.

Το τέλος του πολέμου, κερδίσει ή χάσει, είναι πάντα μια επικίνδυνη στιγμή για την κυβέρνηση. Οι ηττημένοι είναι απογοητευμένοι και διψούν για εκδίκηση. Οι νικητές αισθάνονται δυνατοί και ζητούν ανταμοιβές. Εκατομμύρια ανθρώπων χωρίς αγάπη για τους κυβερνώντες τους έχουν εκπαιδευτεί σε ένοπλο αγώνα. Άνδρες που έχουν κάνει απελπισμένες πράξεις και έχουν δει φρικιαστικές σκηνές στο πεδίο της μάχης.. Είναι πολύ δύσκολο να ελέγξει κανείς τη ροή των όπλων μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της χώρας όταν τμήματα του στρατού επιστρέφουν στα σπίτια τους φορτωμένοι με τα τρόπαιά τους. Η επιστροφή ενός στρατού, ακόμη και νικητών, είναι μια δυνητική απειλή για την άρχουσα τάξη.

Έτσι, είναι αρκετά λογική κίνηση για μια κυβέρνηση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποδυναμώσει κάθε φωνή επαναστατικής ομάδας στους κόλπους της, να φιμώσει τις φωνές που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τους στρατιώτες να πολεμήσουν για τους εαυτούς τους μετά από τόσα χρόνια που πολεμούν για τα αφεντικά τους. Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να ανεχθεί έναν λαό στα όπλα, και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μας έδωσε δύο κλασικά παραδείγματα για το πώς κυβερνήσεις που βρίσκονται σε πόλεμο χρησιμοποιούν η μια την άλλη για να υποτάξουν επαναστατικές εξεγέρσεις.

Το 1943 οι Ιταλοί ξεσηκώθηκαν και ανέτρεψαν το καθεστώς του Μουσολίνι, για να βομβαρδιστούν με τη σειρά τους από τη βρετανικής Βασιλική Πολεμική Αεροπορία, που έκανε ρίψη βομβών στις εργατικές περιοχές του Τορίνου, του Μιλάνου και της Γένοβας. Ενώ οι Ιταλοί ακόμη μάζευαν τα κομμάτια τους και καταμετρούσαν τους νεκρούς τους, οι Γερμανοί εισέβαλαν και κατέκτησαν την Ιταλία, προσπαθώντας, με μεγάλη περιφρόνηση, να συσπειρώσουν τον ηττοπαθή ιταλικό στρατό, να αποκαταστήσουν το νόμο και την τάξη και να ασχοληθούν με τους επαναστάτες που είχαν εμφανιστεί μετά από είκοσι χρόνια φασιστικής καταστολής.

Αργότερα, οι Ρώσοι έπαιξαν ένα παρόμοιο παιχνίδι στην Πολωνία, καθυστερώντας την μέχρι τότε ταχεία προέλαση τους στη Βαρσοβία, όταν οι μαχητές της αντίστασης στην πρωτεύουσα βγήκαν από τις κρυψώνες τους για να επιτεθούν στους υποχωρούντες Γερμανούς. Βέβαια εδώ η απόδημη ΄΄κυβέρνηση΄΄ της Πολωνίας στο Λονδίνο είχε παίξει κάποιο ρόλο, ελπίζοντας να πάρει υπό τον έλεγχό της κάποιες πολωνικές δυνάμεις στη Βαρσοβία πριν φτάσουν οι Ρώσοι, αποστέλλοντας οδηγίες στους Πολωνούς να κάνουν την κίνησή τους. Αλλά βλέποντας τους Ρώσους να σταματούν, οι ναζί σταμάτησαν επίσης και επέστρεψαν στη Βαρσοβία για να την ισοπεδώσουν και να συντρίψουν τους ένοπλους εργάτες της αντίστασης. Μόνο τότε τα ρωσικά τανκς προχώρησαν και πάλι, για να πάρουν στον έλεγχό τους έναν εξουθενωμένο και αποδεκατισμένο λαό.

Υπάρχει κάποια ένδειξη ότι, από τους συμμαχικούς ηγέτες του πολέμου, ο Ρούσβελτ αισθάνθηκε κάποια ντροπή γι 'αυτό, αλλά καμία ένδειξη ότι κάτι τέτοιο αισθάνθηκαν ο Τσόρτσιλ ή ο Στάλιν. Ο Τσόρτσιλ, ας μην το ξεχνάμε, δεν ήταν απλώς ένας ηγέτης στον πολέμου. Ήταν ένας έξυπνος και έμπειρος δεξιός πολιτικός, διάσημος, πριν από τον πόλεμο, για την άμεση χρήση στρατευμάτων στην πολιορκία της Sidney Street και στις κοιλάδες της Ουαλίας κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων και για την προθυμία να εκτρέψει στρατεύματα από το Γερμανικό πόλεμο το 1917 και να τα στείλει στη διάσωση των Ρομανόφ στη Ρωσία. Ήταν μια αντεπαναστατική απειλή, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει την πλήρη ισχύ του βρετανικού κράτους κατά του ίδιου του του ταξικού εχθρού.

Προς το τέλος του πολέμου υπήρχαν ενδείξεις ότι η βρετανική εργατική τάξη άρχισε να εγκαταλείπει την αγόγγυστη ταξική συνεργασία. Το φθινόπωρο του 1944 οι ανθρακωρύχοι του Betteshanger Colliery στο Κεντ, μετά από πέντε χρόνια αδιάκοπες προσπάθειες στον πόλεμο, έκαναν την πρώτη και μοναδική εν καιρώ πολέμου απεργία στις ανθρακοφόρες περιοχές της Βρετανίας. Ούτε αυτό ήταν το μόνο σημάδι ότι οι Βρετανοί εργάτες, βλέποντας το τέλος του πολέμου, ήταν αποφασισμένοι ότι δεν πρέπει να υπάρξει επιστροφή στις άθλιες συνθήκες ανεργίας και φτώχειας που πέρασαν τη δεκαετία του 1930.

Πράγματι, έξι μήνες πριν η Ειδική Μονάδα επιτεθεί στους αναρχικούς, είχαν ξεκινήσει μια επιτυχημένη επίθεση στους τροτσκιστές, τέσσερις από τους ηγέτες των οποίων συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν για υποκίνηση μιας απεργίας, κάτι που δεν επρόκειτο να γίνει ανεκτό σε περίοδο πολέμου!

Οι επιθέσεις σε τροτσκιστές και αναρχικούς, στη συνέχεια, θα πρέπει να εξεταστούν σε ορισμένα πλαίσια. Όταν ρωτά ο Colin Ward, ''Γιατί η ποινική δίωξη ασκήθηκε κατά πρώτο λόγο;", αισθάνομαι ότι δε χρησιμοποιεί το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης. Σίγουρα δεν το ξέραμε τότε, αλλά υπήρχε ήδη μεγάλη δυσαρέσκεια μεταξύ των βρετανικών δυνάμεων. Ακριβώς όπως η εργατική τάξη στη βιομηχανία ρωτούσε τι επρόκειτο να ακολουθήσει τον πόλεμο, έτσι και η ένστολη εργατική τάξη έκανε την ίδια ερώτηση. Ήταν προφανές ότι η Γερμανία θα έχανε τον πόλεμο. Ο Χίτλερ έκανε ηλίθια λάθη κατά τη διάρκεια της επίθεσης στη Ρωσία (ούτε καν ''αναγκαία'', δεδομένου ότι ο Στάλιν είχε τιμήσει από την πλευρά του τη συναλλαγή του 1939 παρέχοντας στη Γερμανία πετρέλαιο και σιτηρά!) και, στη συνέχεια, κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Αμερική μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Αυτή η νέα κατάσταση μέχρι το τέλος του 1941, δημιούργησε μια συμμαχία βιομηχανικών και στρατιωτικών δυνάμεων τις οποίες το Τρίτο Ράιχ δε θα μπορούσε να αντέξει. Αν και οι Σύμμαχοι μεταξύ τους δεν είχαν ούτε τις δυνάμεις ούτε τους διοικητές που είχαν κατά την έναρξη του πολέμου, είχαν το βάρος των ανδρών, των μεταλλίων και των εφοδίων - και, φυσικά, το ρωσικό χειμώνα.

Η Γερμανία είχε τελειώσει από τη στιγμή που οι Ρώσοι έφτασαν στη Βαρσοβία και οι Αμερικάνοι στο Παρίσι. Ήταν μόνο η επίμονη απαίτηση του Τσόρτσιλ για «παράδοση άνευ όρων» που κράτησε τους Γερμανούς στη μάχη. Πόσο ο απλός πολίτης το γνώριζε αυτό, δεν ξέρω, αλλά είναι προφανές πλέον ότι όλο και λιγότεροι στρατιώτες ήταν έτοιμοι να προσθέσουν τα ονόματά τους στους καταλόγους των τελευταίων θυμάτων σε ένα πόλεμο που μισούσαν ούτως ή άλλως.

Η ειρωνεία είναι ότι αυτό είναι κάτι που δεν γνωρίζαμε, μέχρι που μπήκαμε στη φυλακή. Μόλις μπήκαμε μέσα, βρήκαμε τα κελιά γεμάτα, όχι με εγκληματίες από το εγχώριο μέτωπο, αλλά με στρατιώτες που καταδικάστηκαν από στρατοδικεία στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, για λιποταξία και επακόλουθα αδικήματα. Όταν ένας στρατιώτης μένει μόνος σε μια ξένη χώρα σε καιρό πολέμου, πώς μπορεί να επιβιώσει; Έχει εκπαιδευτεί να χρησιμοποιεί ένα όπλο, έτσι επιβιώνει κάνοντας ένοπλη ληστεία, από τη μαύρη αγορά, με την πώληση κρατικών περιουσιακών στοιχείων και λειτουργώντας γενικά με την απειλή όπλου. Ακούσαμε ανατριχιαστικές ιστορίες από την πώληση υλικών, τροφίμων, βενζίνης και πετρελαίου, προϊόντα τα οποία ήταν σε έλλειψη στις χώρες τις οποίες οι στρατιώτες μας ''απελευθέρωναν''. Κατά τη διαδικασία αυτή οι στρατιώτες μας απελευθέρωναν τους εαυτούς τους - μέχρι να συλληφθούν από τη στρατονομία. Στη συνέχεια, τους επιβάλλονταν τεράστιες ποινές, 10, 15, 25, 30 ετών φυλάκισης και αποστέλλονταν πίσω στην Αγγλία για να τις εκτίσουν. Ένας πρώην στρατιωτικός μας είπε ότι από τη στιγμή που η μονάδα του είχε ταξιδέψει από το βορρά ως το νότο της Ιταλίας, το 80% των στρατιωτών είχαν εγκαταλείψει και οι υπόλοιποι έχασαν από τους παρτιζάνους του Τίτο στην Τεργέστη, για να δείξουμε πώς ορίζονται οι πολιτικές συμπάθειες.

Οι άνδρες αυτοί ήταν κυρίως στρατιώτες, αλλά υπήρχαν και κάποιοι από το Βασιλικό Ναυτικό και τη Βασιλική Πολεμική Αεροπορία και έφταναν στην ''υποδοχή'' των φυλακών του Λονδίνου σε παρτίδες των 20 ή 30, δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα. Η φυλακή Pentonville που είχε κλείσει το 1930 έπρεπε να ανοίξει εκ νέου. Εγώ ο ίδιος ήμουν μέλος μιας ομάδας εργασίας που είχε σταλεί να καθαρίσει και να ανακαινίσει τη βρώμικη παλιά χωματερή. Βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι εξέτιαν μικρό μέρος από τις μακροχρόνιες ποινές τους. Διασκορπίστηκαν σε τοπικές φυλακές σε όλη τη χώρα, προφανώς σε φυλακές που ήταν κοντά στα σπίτια τους, και μετά από μερικούς μήνες αποφυλακίζονταν. Οι φυλακές δε θα μπορούσαν ενδεχομένως να τους χωρέσουν όλους, αλλά πίσω στις μονάδες τους, οι ποινές θα είχαν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στους συναδέλφους τους.

Τώρα, τίποτα από αυτά δεν γινόταν γνωστό στους συγγενείς, εκτός από τους συγγενείς των ανδρών που αποστέλλονταν πίσω σε δυσμένεια και σιωπούσαν. Ακόμα και εμείς που είχαμε επαφές με το στρατό στη χώρα αυτή, είχαμε μεγάλη δυσκολία στο να ανακαλύψουμε τι συνέβαινε στο εξωτερικό. Η λογοκρισία φρόντιζε για αυτό. Ούτε μια λέξη δεν έφτασε σε αυτή τη χώρα για τα συναισθήματα των στρατιωτών μας όταν ήρθαν σε επαφή με τους πολίτες είτε κατεχόμενων είτε εχθρικών χωρών. Αλλά όταν τους μιλήσαμε στη φυλακή (και μπορώ ειλικρινά να πω ότι δεν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα σε εμάς και στους στρατιώτες, εκτός ίσως από την πλευρά λίγων πρώην αξιωματικών που βρίσκονταν στη φυλακή για υπεξαίρεση χρημάτων του στρατού και άλλα τέτοια ευγενή αδικήματα) μας είπαν πώς αισθάνθηκαν για τον πόνο και την καταστροφή που είχαν δει. Η αλήθεια τους είχε στοιχειώσει - ότι οι Ιταλοί δεν ήταν όλοι φασιστικά κτήνη, ότι οι Γερμανοί εργάτες που αγωνίζονταν να επιβιώσουν στα εργοστάσια δεν ήταν όλοι τέρατα ναζί, αλλά θύματα των τρελών καταπιεστών τους, παγιδευμένοι σε μια σειρά από περίπλοκες παγίδες, όπως ακριβώς ήταν και οι ίδιοι. Έτσι εγκατέλειψαν. Αποχώρησαν από τον πόλεμο, όπως αργότερα πολλοί Αμερικανοί στο Βιετνάμ θα έκαναν και, ακόμα, όπως μερικοί από τους ''επαγγελματίες'' μας στη Βόρεια Ιρλανδία κάνουν τώρα.

Αυτό που θέλω να τονίσω λοιπόν, είναι ότι οι αντιπολεμικές ομάδες στη Βρετανία, ενώ έκαναν προπαγάνδα ενάντια στον πόλεμο, δεν γνώριζαν την έκταση της δυσαρέσκειας στα πραγματικά θέατρα του πολέμου. Και αυτό συνέβαινε χωρίς να έχει τίποτα να κάνει με μας (συγκρίνετε τον Λένιν στην Ελβετία το 1917!).

Αλλά η κυβέρνηση το γνώριζε! Έτσι, για τους λόγους αυτούς, συν το γεγονός ότι τους παρείχαμε ένα εξιλαστήριο θύμα για μια δυσάρεστη πραγματικότητα, έθεσε στόχο να συντρίψει τις μικρές επαναστατικές φωνές μας πριν οι στρατιώτες επιστρέψουν. Αυτή είναι η κύρια απάντηση στο γιατί διωχθήκαμε εκείνη την εποχή. Υπάρχει μια συμπληρωματική απάντηση επίσης, η οποία μπορεί να εξηγήσει το χρονοδιάγραμμα της επίθεσης από την Ειδική Μονάδα. Δηλαδή, ότι το φθινόπωρο του 1944, μια σοβαρή διάσπαση εμφανίστηκε στις τάξεις της Ομοσπονδίας Αναρχικών μεταξύ μιας συνδικαλιστικής φράξιας (που ίδρυσε αργότερα την Ομοσπονδία Εργαζομένων Συνδικαλιστών) σε συνεργασία με τους Ισπανούς εξόριστους που έχουν ήδη αναφερθεί και των ''καθαρών'' αναρχικών. Θα μπορούσε η Ειδική Μονάδα, σαν τσακάλια που είναι, να σκέφτηκε ότι η περίοδος των διαφωνιών μας και η εμφανής αδυναμία ήταν μια καλή στιγμή για την επίθεση στους αναρχικούς. Ας θεωρηθεί αυτό ένα καλό μάθημα για μας!

Το αναμφισβήτητα ανυπότακτο πνεύμα των πολεμιστών που επέστρεφαν εκτονώθηκε με ασφάλεια στις Γενικές Εκλογές του 1945, όταν το εκλογικό σώμα έδειξε την ευγνωμοσύνη του προς τον Τσόρτσιλ πετώντας τον έξω και κάνοντας το Εργατικό Κόμμα να επιστρέψει με μια τεράστια πλειοψηφία που ο
Emmanuel Shinwell περιέγραψε ως το επαναστατικό πρόγραμμα της εθνικοποίησης και του κράτους πρόνοιας. Οπότε αυτό ήταν! Εμείς νομίζαμε, μέχρι η Ειδική Μονάδα να κάνει την κίνησή της, ότι στην πραγματικότητα είχαμε πολύ μικρή επιτυχία με τις προσπάθειές μας. Όπως δηλώνει ο Colin, η κατηγορούσα αρχή δεν ήταν σε θέση να παράγει ούτε ένα στρατιώτη έτοιμο να παραδεχτεί πως είχε δυσαρεστηθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ειδική Μονάδα έχει μάθει περισσότερα για τη χρήση προβοκατόρων από τότε!

Είχαμε μια λίστα με περίπου 200 επαφές στις δυνάμεις, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν απλά γίνει συνδρομητές στη
War Comentary με το συνηθισμένο τρόπο και ορισμένοι από τους οποίους ζήτησαν φυλλάδια ή μπροσούρες. Μέχρι να δεχτούμε επίθεση είχαμε διατηρήσει κρυφές αυτές τις επαφές και περιστασιακά κάποιος από αυτούς μας επισκεπτόταν κατά τη διάρκεια μιας άδειας. Υποθέτω ότι έχουμε σώσει μερικές ψυχές. Υπήρχε ένας οδηγός ερπυστριοφόρου που παραιτήθηκε από τη δουλειά του μία εβδομάδα πριν η μονάδα του φύγει για τη Γαλλία. Εμείς ποτέ δεν τον είχαμε συναντήσει, αλλά ήταν συνδρομητής της War Comentary και είχε παραγγείλει μερικά φυλλάδια. Ήταν φυσικά ευχαριστημένος. Οφείλει πιθανώς τη ζωή του στη μικρή μας οργάνωση..

Λοιπόν, υπήρχε ένας αδύνατος, χλωμός, ευαίσθητος στρατιώτης, ο οποίος μας επισκέφθηκε ένα Σαββατοκύριακο και επέστρεψε στο στρατό το βράδυ της Κυριακής. Τα μεσάνυχτα της Δευτέρας, μας χτύπησε την πόρτα και ήρθε πάλι λέγοντας: «Δεν αντέχω ούτε άλλη μια ημέρα στο στρατό». Χωρίς να μας πει ούτε μια λέξη, απλά είχε επιστρέψει για να πάρει τα προσωπικά του αντικείμενα και έφυγε. Τελικά έγινε ποιητής.. Και φυσικά υπήρχε και ο Colin Ward. Πώς θα μπορούσαμε να ξέρουμε τότε για τη συμβολή του στο αναρχικό κίνημα; Ο Colin άρχισε να εκδίδει την ''Αναρχία'', ένα εξαιρετικό μηνιαίο περιοδικό στη δεκαετία του 1960.

Από την πλευρά μου, κατάφερα να αποκτήσω λίγο περισσότερη κακή φήμη μετά τη δίκη μου. Την ημέρα πριν από την αποφυλάκισή μου, μου επιδόθηκε μια πρόσκληση-ανακοίνωση να παρουσιαστώ για ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να υπηρετήσω τη θητεία μου στο στρατό! Αυτή ήταν σαφώς μια κίνηση από τις Ειδικές Δυνάμεις έτσι ώστε να συνεχίσουν να με παρενοχλούν και φυσικά λειτούργησε, από τη στιγμή που αρνήθηκα να υποβληθώ σε ιατρικές εξετάσεις και καταδικάστηκα σε άλλους έξι μήνες.

Αυτή τη φορά όμως, ήταν ήδη 1946. Ο πόλεμος είχε στην ουσία τελειώσει. Αξίζει κάποιες στιγμές να θυμάται κανείς την ιστορία του αναρχικού κινήματος κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι δυσκολίες ήταν πολλές, ο εχθρός σαφώς προσδιορισμένος και η στάση των αναρχικών ήταν σαφής και ανυποχώρητη. Η Οργάνωση έπρεπε, αναγκαστικά, να είναι σφιχτή, αλλά υπήρχε ένας υψηλός βαθμός αλληλεγγύης και αμοιβαίας βοήθειας, όχι μόνο εντός της ομάδας, αλλά και μεταξύ των αντιπολεμικών ομάδων. Όσοι πήγαν στη φυλακή πήραν ένα γερό μάθημα για τη φύση της εξουσίας την οποία η δημοκρατία προστατεύει και η επίθεση εναντίον των αναρχικών όχι μόνο δεν μας αποδυνάμωσε, αλλά μας γέμισε πρόσθετη δύναμη και υποστήριξη.

Ένα άλλο πράγμα που μάθαμε ήταν η αλήθεια του ρητού το οποίο αποδίδεται στον Φρειδερίκο τον Μέγα: ''Αν στρατιώτες μου άρχιζαν να σκέφτονται, κανένας τους δεν θα πολεμούσε''. Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη τραγωδία είναι ο ίδιος ο πόλεμος - ειδικά , όπως το Βιετνάμ και η Βόρεια Ιρλανδία δείχνουν, ο πόλεμος που δεν μπορεί να κερδηθεί.

Πηγή:
Wildcat Inside Story No. 1, 1974
μετάφραση: kiara

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου